- κωτιλας
- κωτιλάςκωτῐλάς-άδος ἥ щебетунья, т.е. ласточка Anacr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κωτιλάς — κωτιλάς, άδος, ἡ (Α) 1. φλύαρη 2. (στους Βοιωτούς) το χελιδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. θηλ. τού κωτίλος*] … Dictionary of Greek
κωτιλάς — twitterer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωτίλας — κωτί̱λᾱς , κωτίλλω prattle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κωτίλᾱς , κωτίλος chattering fem acc pl κωτίλᾱς , κωτίλος chattering fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωτιλάδας — κωτιλάς twitterer fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)